- αλιγάτορας
- Amerikan timsahı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αλιγάτορας — Φολιδωτό ερπετό της τάξης των κροκοδειλίων. Διαφέρει από τους κροκόδειλους, γιατί το σώμα του είναι σχετικά κοντό και το κεφάλι του στρογγυλωπό. Τα δόντια του είναι κωνικά, χωρίς φατνία και πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Τα δάχτυλά του, προπάντων… … Dictionary of Greek
αλιγάτορας — ο είδος κροκόδειλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… … Dictionary of Greek